- ζαρατίτης
- ο(ορυκτ.) ορυκτό, ένυδρο βασικό ανθρακικό νικέλιο με σμαραγδοπράσινο χρώμα, αλλ. τεξατίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. zaratite < ισπ. zaratita < το όνομα τού Ισπανού Zarate (19ος μ.Χ. αιώνας)].
Dictionary of Greek. 2013.